πόσες

πόσες
  колку

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Demy — Имя при рождении греч. Δήμητρα Παπαδέα Дата рождения 21 августа 1992(1992 08 21) (20 лет) …   Википедия

  • καλένδες — Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην αρχαία Ρώμη, που πήρε την ονομασία της εξαιτίας μιας τελετουργικής διακήρυξης (calatio), η οποία γινόταν την ημέρα αυτή. Η τελετή αυτή είχε την προέλευσή της σε χρόνους παλαιότερους από τη δημιουργία ενός ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • οποσαπλασίων — ὁποσαπλασίων, ον (Α) πόσες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. επίρρ... ὁποσαπλασιόνως (Α) κατά πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁποσαπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων, εικοσαπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • ποσσήμαρ — Α επίρρ. πόσες μέρες, επί πόσες μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + ἦμαρ με επιρρμ. χρήση «κατά τη διάρκεια τής ημέρας» (πρβλ. παν ῆμαρ)] …   Dictionary of Greek

  • συχνότητα — Στη φυσική, είναι ο αριθμός των κύκλων που διαγράφονται στη μονάδα του χρόνου από ένα φαινόμενο που μεταβάλλεται περιοδικά (κίνηση ενός εκκρεμούς, κίνηση ενός πλανήτη, ηχητικό κύμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα κλπ.). Είναι το αντίστροφο της περιόδου… …   Dictionary of Greek

  • αλυσωτή αντίδραση — Σύνολο πυρηνικών αντιδράσεων που προκύπτουν από μία αρχική αντίδραση (συνήθως πυρηνική σχάση) με τέτοιο τρόπο ώστε, αν από την αρχική δημιουργήθηκαν σε πρώτο στάδιο Κ αντιδράσεις, καθεμιά από αυτές μπορεί σε δεύτερο στάδιο να δημιουργήσει K… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • αφαιρετέος — α, ο (Α ἀφαιρετέος, α, ον) [αφαιρώ] αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο αφαιρετέος ο β όρος της αφαίρεσης, που δείχνει κατά πόσες μονάδες πρέπει να μειωθεί ο α όρος, ο μειωτέος …   Dictionary of Greek

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”